- φυσομανώ
- αμτβ., φυσώ δυνατά και αδιάκοπα (για άνεμο ή θυμωμένο άνθρωπο): Ο αέρας φυσομανούσε όλο το βράδυ και έριξε τις γλάστρες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυσομανώ — και φυσομανάω Ν 1. (για άνεμο) πνέω με μεγάλη ένταση και διάρκεια 2. μτφ. (για πρόσ.) είμαι πολύ οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσώ + μανώ*] … Dictionary of Greek
-μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… … Dictionary of Greek
φουσουρίζω — και φουσουρώ, άω, Ν φυσομανώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ.] … Dictionary of Greek
φυσομάνημα — το, Ν [φυσομανώ] ισχυρό και συνεχές φύσημα … Dictionary of Greek
φυσομανητό — το, Ν [φυσομανώ] φυσομάνημα … Dictionary of Greek
φυσομανάω — (σπάν. φυσομανώ, παρατατ. ούσα) βλ. πίν. 58 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής